Κλειδί στα ουκρανικά

Μετάφραση: κλειδί, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нить, ключ, доказ, нитка, литавра
Κλειδί στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλειδί

κλειδί ημαθίας, κλειδί του σολ, κλειδί φίλτρου λαδιού, κλειδί εκπα, κλειδί τύπου χρηματοκιβωτίου, κλειδί λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κλειδί στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κλαψιάρικος στα ουκρανικά - klapsiarikos
  • κλείσιμο στα ουκρανικά - припинення, закриття
  • κλειδαριά στα ουκρανικά - місцеположення, замкнути, зачинити, заперти
  • κλειτορίδα στα ουκρανικά - клітор
Τυχαίες λέξεις
Κλειδί στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нить, ключ, доказ, нитка, литавра