Κολλητός στα ουκρανικά
Μετάφραση: κολλητός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скупій, приятель, скупий, щільний, скритий, відокремлений, чувак
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλητός
κολλητός βικιλεξικο, κολλητός συνώνυμα, κολλητός φίλος, κολλητός των αδελφών κασιδιάρη ο υιός μπαλτάκου, κολλητός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κολλητός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κολλαρίζω στα ουκρανικά - крохмаль, kollarizo
- κολλητικός στα ουκρανικά - заразливий, клейкий, липкий, заразливість, інфекція, зараза, зараження, ...
- κολλιτσίδα στα ουκρανικά - лопух, листок лопуха, лопуха
- κολλώ στα ουκρανικά - склеїти, дотримуватися, притримуватись, припій, паяти, клеїти, запаяти, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολλητός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: скупій, приятель, скупий, щільний, скритий, відокремлений, чувак
Μεταφράσεις: скупій, приятель, скупий, щільний, скритий, відокремлений, чувак