Κονδύλωμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: κονδύλωμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бородавка, бородавки
Κονδύλωμα στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κονδύλωμα

κονδύλωμα πέους, κονδύλωμα hpv, κονδύλωμα πρωκτού, κονδύλωμα στον τραχηλο, κονδύλωμα wiki, κονδύλωμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κονδύλωμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κομψός στα ουκρανικά - вишуканий, модний, багет, елегантний, прикрашати, стильний, готовність, ...
  • κομψότητα στα ουκρανικά - елегантність, елегантності
  • κονιάκ στα ουκρανικά - коньяк
  • κονκάρδα στα ουκρανικά - кокарда, знак, трояндочка, позначка, смужку, значок, розетка, ...
Τυχαίες λέξεις
Κονδύλωμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бородавка, бородавки