Κοπάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: κοπάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скасувати, послабляти, слабшати, заспокоюватись, притупляти
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπάζω
κοπάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κοπάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κοντός στα ουκρανικά - низький, невеликий, короткий, менше, коротенький, коротка, короткою, ...
- κοπάδι στα ουκρανικά - мілину, стадо, група, пасти, мілина, череду, юрба, ...
- κοπή στα ουκρανικά - відтяти, скорочення, вирізати, утікати, рана, різання, різка, ...
- κοπανίζω στα ουκρανικά - бити, бити на, битиме
Τυχαίες λέξεις
Κοπάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: скасувати, послабляти, слабшати, заспокоюватись, притупляти
Μεταφράσεις: скасувати, послабляти, слабшати, заспокоюватись, притупляти