Κράμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: κράμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сплав, сплавляти, проба, метал
Κράμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κράμα

κράμα χαλκού νικελίου και ψευδαργύρου, κράμα ψευδάργυρου, κράμα αλουμινίου, κράμα χαλκού, κράμα λευκωσία, κράμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κράμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κούφιος στα ουκρανικά - запалий, порожнина, дупло, печера, порожнеча, порожнистий, порожній, ...
  • κράζω στα ουκρανικά - як, вереск, виск, вищання, визг, верещання
  • κράμβη στα ουκρανικά - викрадення, жадобу, жадібність, жадоба, ненажерливість, згвалтування, зґвалтування
  • κράμπα στα ουκρανικά - судорога, перекіс, стиснути, стискувати, стискати, судома, судоми
Τυχαίες λέξεις
Κράμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сплав, сплавляти, проба, метал