Κρεμώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: κρεμώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
припинити, підвісити, підвішувати, призупиняти, вішати, вішатимуть
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρεμώ
ρημα κρεμώ, κρεμώ συνώνυμα, κρεμώ συνώνυμο, κρεμώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κρεμώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κρεμιέμαι στα ουκρανικά - гойдатися, хитатися, спокушати, волочитися, крем
- κρεμμύδι στα ουκρανικά - луковиця, колба, цибулина, цибуля, лук, цибулю
- κρεοπώλης στα ουκρανικά - різник, убивця, м'ясник, мясник, м`ясник
- κρεπ στα ουκρανικά - креповий, креп, міцнів
Τυχαίες λέξεις
Κρεμώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: припинити, підвісити, підвішувати, призупиняти, вішати, вішатимуть
Μεταφράσεις: припинити, підвісити, підвішувати, призупиняти, вішати, вішатимуть