Κρύπτη στα ουκρανικά
Μετάφραση: κρύπτη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тайник, схованка, схованку, хованка, склеп, склепу
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρύπτη
κρύπτη μακεδονικού αγώνα, κρύπτη αγίας φιλοθέης, γονατάς κρύπτη, κρύπτη μελίσσια, κρύπτη τρίκαλα, κρύπτη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κρύπτη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κρύβω στα ουκρανικά - захований, приховайте, маскувати, похмурий, заховувати, переховувати, сховати, ...
- κρύος στα ουκρανικά - холод, холодна, зимний, холодний, холодне
- κρύσταλλος στα ουκρανικά - кришталь, кристалічний, кришталевий, кристал, кристалл
- κτήμα στα ουκρανικά - якості, майно, майна
Τυχαίες λέξεις
Κρύπτη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тайник, схованка, схованку, хованка, склеп, склепу
Μεταφράσεις: тайник, схованка, схованку, хованка, склеп, склепу