Κυψελιδικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: κυψελιδικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
альвеолярний, альвеолярне, альвеолярна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυψελιδικός
κυψελιδικός αερισμός, κυψελιδικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κυψελιδικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κυτταρικός στα ουκρανικά - келійний, стільниковий, мобільний, сотовий
- κυψέλη στα ουκρανικά - роїтися, вулик, вулика
- κωλικός στα ουκρανικά - колька, коліка, кольки, коліки
- κωλυσιεργώ στα ουκρανικά - перешкодити, заважати, перешкоджати, мішати, заступати, застувати, саботаж
Τυχαίες λέξεις
Κυψελιδικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: альвеолярний, альвеолярне, альвеолярна
Μεταφράσεις: альвеолярний, альвеолярне, альвеолярна