Κωπηλατώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: κωπηλατώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
галас, наганяй, протестувати, шуміти, шум, низка, каное
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κωπηλατώ
κωπηλατώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κωπηλατώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κωνοφόρος στα ουκρανικά - хвойний, хвойне
- κωπηλασία στα ουκρανικά - веслування, Гребля
- κόβω στα ουκρανικά - розлучати, клеймо, шкіра, скорочення, розривати, шаткувати, відбивна, ...
- κόκαλο στα ουκρανικά - кістку, кість, доміно, кіста, кісткова, кісту, кістка, ...
Τυχαίες λέξεις
Κωπηλατώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: галас, наганяй, протестувати, шуміти, шум, низка, каное
Μεταφράσεις: галас, наганяй, протестувати, шуміти, шум, низка, каное