Λεξικό στα ουκρανικά

Μετάφραση: λεξικό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
словник, довідник, словарь
Λεξικό στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λεξικό

λεξικό δημητράκου, λεξικό λογοτεχνικών όρων, λεξικό οικονομικών όρων, λεξικό συνωνύμων, λεξικό αγγλικών, λεξικό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λεξικό στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λεμφικός στα ουκρανικά - лімфа, лімфатичний, лімфатична, лімфатичну, лімфатичні
  • λεμόνι στα ουκρανικά - лемінг, лимон
  • λεξιλόγιο στα ουκρανικά - словники, словник, словарь
  • λεονταρισμοί στα ουκρανικά - бравада, бурхливий, бушує, що бушує, вирує, що вирує
Τυχαίες λέξεις
Λεξικό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: словник, довідник, словарь