Λικνίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: λικνίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
єпископ, юрма, множину, рок, доля
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λικνίζω
λικνίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λικνίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λιθοστρώνω στα ουκρανικά - вистилати, мостити, булижник, кругляк, камінь, каменюку, каменюка
- λικνίζομαι στα ουκρανικά - колисати, колисатися, гойдання, liknizomai
- λιμάνι στα ουκρανικά - вистежити, гавань, водитись, вівсянки, водитися, порт, порту
- λιμάρης στα ουκρανικά - ненажера, жадібний, скрегіт, скрежет, скреготаннє, скреготіння
Τυχαίες λέξεις
Λικνίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: єпископ, юрма, множину, рок, доля
Μεταφράσεις: єпископ, юрма, множину, рок, доля