Λιρέτα στα ουκρανικά
Μετάφραση: λιρέτα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ліра, поезія, Лира, фунт, Ліри
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιρέτα
ιταλική λιρέτα, λιρέτα εξαρχείων, λιρέτα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λιρέτα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λιπαρός στα ουκρανικά - ковзкий, масний, слизький, сальний, жирний, жирової, жировий, ...
- λιποθυμώ στα ουκρανικά - млявий, слабшати, незначний, обморок, непритомність, свідомість
- λιτός στα ουκρανικά - стислий, уламок, помірний, небагатослівний, короткий, поміркований, економний, ...
- λιτότητα στα ουκρανικά - ощадливість, помірність, поміркованість, бережливість, економія, ощадність, заощадливість
Τυχαίες λέξεις
Λιρέτα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ліра, поезія, Лира, фунт, Ліри
Μεταφράσεις: ліра, поезія, Лира, фунт, Ліри