Μανία στα ουκρανικά
Μετάφραση: μανία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ярість, шаленство, лють, шалено, обідранці, сказ, шаленість, манія, мания
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανία
μανία καταδίωξης ορισμός, μανία καταδίωξης θεραπεια, μανία συμπτώματα, μανία καταδίωξησ συμπτώματα, μανία συνώνυμα, μανία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μανία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μαμά στα ουκρανικά - багатоокий, пантоміма, мама, мати, мамо
- μαμούδι στα ουκρανικά - дефект, клоп, блошиця, mamoudi
- μανίκι στα ουκρανικά - рукав, втулка, нишком, чіп
- μανδύας στα ουκρανικά - плащ, мантиси, мантія, мантію, мантия, мантії
Τυχαίες λέξεις
Μανία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ярість, шаленство, лють, шалено, обідранці, сказ, шаленість, манія, мания
Μεταφράσεις: ярість, шаленство, лють, шалено, обідранці, сказ, шаленість, манія, мания