Μετοχή στα ουκρανικά
Μετάφραση: μετοχή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дієприкметник, частка, доля, частина
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μετοχή
μετοχή πειραιως, μετοχή της eurobank, μετοχή οτε, μετοχή τράπεζας κύπρου, μετοχή αρχαία ελληνικά, μετοχή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μετοχή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μετεωρολόγος στα ουκρανικά - метеорології, метеоролог
- μετουσιώνω στα ουκρανικά - перетворіться, перетворити, трансформувати, денатурований, неденатурований
- μετρ στα ουκρανικά - щогла, метр, метре, Сирник
- μετρητά στα ουκρανικά - каш, інкасувати, гроші, готівка, касовий, готівкові, готівку, ...
Τυχαίες λέξεις
Μετοχή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дієприкметник, частка, доля, частина
Μεταφράσεις: дієприкметник, частка, доля, частина