Μητέρα στα ουκρανικά
Μετάφραση: μητέρα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
застарілий, зношений, мати, матір, мать, мама
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μητέρα
μητέρα τερέζα, μητέρα φάλαινα τυφλή, μητέρα του οδυσσέα, μητέρα τιμές, μητέρα μεγαλόψυχη, μητέρα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μητέρα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μηνύω στα ουκρανικά - просити, прохати, заручатися, заручатись
- μηρός στα ουκρανικά - стегно, бедро
- μητριά στα ουκρανικά - мачуха, мачеха
- μητρικός στα ουκρανικά - материнський, материн, матеріали, по-материнському, по-, як і, як, ...
Τυχαίες λέξεις
Μητέρα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: застарілий, зношений, мати, матір, мать, мама
Μεταφράσεις: застарілий, зношений, мати, матір, мать, мама