Μόριο στα ουκρανικά
Μετάφραση: μόριο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стаття, частка, крупиця, префікс, суфікс, молекула
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μόριο
μόριο γλυκόζης, μόριο άτομο, μόριο υδρογόνου, μόριο νερού, μόριο φυσική, μόριο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μόριο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μόνο στα ουκρανικά - тільки, лише
- μόνος στα ουκρανικά - самотній, лондонець, виключно, одні, один, сам, самотність, ...
- μόρτης στα ουκρανικά - рідкісність, рідкість, мандрувати, волочитися, бродяга, раритет, розрідженість, ...
- μόρφωση στα ουκρανικά - освіченість, навчання, просвітництво, освіту, Освіта, утворення
Τυχαίες λέξεις
Μόριο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стаття, частка, крупиця, префікс, суфікс, молекула
Μεταφράσεις: стаття, частка, крупиця, префікс, суфікс, молекула