Νεύω στα ουκρανικά
Μετάφραση: νεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сигналізувати, сигнал, кивок, ківок
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νεύω
νεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, νεύω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- νεότητα στα ουκρανικά - себе, безпосередньо, молодь, молоді
- νεύρο στα ουκρανικά - нерв, тятива
- νημάτιο στα ουκρανικά - волокнинка, нитка, волокно, волокон, волосок, нитку, нить, ...
- νηνεμία στα ουκρανικά - млявий, тепленький, рівний, збайдужілий, байдужий, тихий, затишшя, ...
Τυχαίες λέξεις
Νεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сигналізувати, сигнал, кивок, ківок
Μεταφράσεις: сигналізувати, сигнал, кивок, ківок