Ολική στα ουκρανικά
Μετάφραση: ολική, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
достоїнство, значущість, достойність, значність, загальний, спільний, спільну, Загальна, загального
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ολική
ολική αρθροπλαστική ισχίου, ολική έκλειψη ηλίου, ολική υστερεκτομή, ολική παύση απασχόλησης προσωπικού, ολική ανάκλαση, ολική λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ολική στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ολίσθημα στα ουκρανικά - ковзання, талон, ковзатися, ковзанню
- ολιγολογία στα ουκρανικά - гарний, хороший, добрячий, утримуючий, мовчазність, мовчання, мовчанку
- ολικός στα ουκρανικά - рясний, тотальний, загальний, повен, вільний, повний, цілковитий, ...
- ολισθηρός στα ουκρανικά - слизький, безпринципний, верткий, ненадійний, слизька, слизьке, слизьку
Τυχαίες λέξεις
Ολική στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: достоїнство, значущість, достойність, значність, загальний, спільний, спільну, Загальна, загального
Μεταφράσεις: достоїнство, значущість, достойність, значність, загальний, спільний, спільну, Загальна, загального