Ομαλά στα ουκρανικά

Μετάφραση: ομαλά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гладенько, зазвичай, звичайно, завжди, правило, як правило
Ομαλά στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομαλά

ομαλά μεταφραση, ομαλά ρήματα αρχαίων, ομαλά συνώνυμο, ομαλά αιμαγγειώματα, ομαλά επιταχυνόμενη κίνηση, ομαλά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ομαλά στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ομήγυρη στα ουκρανικά - співрозмовник, скупчення, асамблея, збір, збори, гости, зборка, ...
  • ομίχλη στα ουκρανικά - отава, затуманювати, послання, імла, мряка, туман
  • ομαλός στα ουκρανικά - регульований, простий, простої, простій, простою, проста
  • ομελέτα στα ουκρανικά - омлет
Τυχαίες λέξεις
Ομαλά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гладенько, зазвичай, звичайно, завжди, правило, як правило