Παζαρεύω στα ουκρανικά
Μετάφραση: παζαρεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
угода, батувати, рубати, торгуватися, торгуватись, Dicker
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παζαρεύω
παζαρεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παζαρεύω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- παγώνω στα ουκρανικά - мерзнути, заморожування, тривожити, замерзати, заморожувати
- παζάρι στα ουκρανικά - торги, переговори, базар, ринок
- παθαίνω στα ουκρανικά - дозволяти, постраждати, випробувати, терпіти, Я
- παθητικά στα ουκρανικά - пасивно, пасивний
Τυχαίες λέξεις
Παζαρεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: угода, батувати, рубати, торгуватися, торгуватись, Dicker
Μεταφράσεις: угода, батувати, рубати, торгуватися, торгуватись, Dicker