Περιορισμός στα ουκρανικά
Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обмежувальний, кордонний, прикордонний, обмежувати, обмежити, обмежений, обмеження
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορισμός
περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, περιορισμός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- περιορίζω στα ουκρανικά - вапнування, ув'язнення, ув'язнювати, обмежувати, побілка, ув'язнити, замкненість, ...
- περιορισμένος στα ουκρανικά - обмежений, обмежене, обмежена
- περιουσία στα ουκρανικά - стан, манатки, маєток, майно, пожиток, якості, володіння, ...
- περιοχή στα ουκρανικά - володіння, галузь, встановити, область, відділок, край, домен, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: обмежувальний, кордонний, прикордонний, обмежувати, обмежити, обмежений, обмеження
Μεταφράσεις: обмежувальний, кордонний, прикордонний, обмежувати, обмежити, обмежений, обмеження