Πινέλο στα ουκρανικά
Μετάφραση: πινέλο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
садно, вичісувати, вичесати, щітка, щетка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πινέλο
πινέλο ξυρισματος omega, πινέλο ρουζ, πινέλο πούδρας, πινέλο ξυρίσματος ασβού, πινέλο για make up, πινέλο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πινέλο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πιλοτάρω στα ουκρανικά - волохатий, управляти, керувати, керуватиме
- πιλότος στα ουκρανικά - волохатий, пілот
- πινακοθήκη στα ουκρανικά - портик, штольня, хори, балкон, галерея, галерея Відправити
- πινελιά στα ουκρανικά - намагнічування, наносити, торкатися, дотик, торкнутися, торкнутись, доторкнутися, ...
Τυχαίες λέξεις
Πινέλο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: садно, вичісувати, вичесати, щітка, щетка
Μεταφράσεις: садно, вичісувати, вичесати, щітка, щетка