Πόδι στα ουκρανικά

Μετάφραση: πόδι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лівша, ступня, фут, нога, людина, підніжжя, сошник, слід, ногу
Πόδι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόδι

πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι της καμήλας, πόδι του μόρτον, πόδι μέτρο, πόδι χήνας, πόδι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πόδι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πως στα ουκρανικά - як, що
  • πόα στα ουκρανικά - пастись, трав'яний, підстрелити, трава, дерен, мох, мохи, ...
  • πόδια στα ουκρανικά - ноги, ступні
  • πόζα στα ουκρανικά - карта, поза, зараз, зараз на
Τυχαίες λέξεις
Πόδι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лівша, ступня, фут, нога, людина, підніжжя, сошник, слід, ногу