Ράντισμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: ράντισμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бризкання, посипання, шприц, шприць
Ράντισμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ράντισμα

ράντισμα ελιάς, ράντισμα βερικοκιάς, ράντισμα με χαλκό, ράντισμα καρυδιάς, ράντισμα ντομάτας, ράντισμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ράντισμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ράμπα στα ουκρανικά - гіллястий, скат, схил
  • ράμφος στα ουκρανικά - вексель, директоре, заставна, сокира, тратта, позов, носик, ...
  • ράντσο στα ουκρανικά - виконався, ранчо
  • ράπισμα στα ουκρανικά - прочуханка, стукнути, вдарити, грюкнути, ударити
Τυχαίες λέξεις
Ράντισμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бризкання, посипання, шприц, шприць