Σάλος στα ουκρανικά

Μετάφραση: σάλος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гук, збентеження, розруха, сум'яття, хвилювання, гам, заворушення, струс, зворушення, підійматись, замішання
Σάλος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σάλος

σάλος στο διαδίκτυο με την πιο περιζήτητη sex-tape όλων των εποχών, σάλος με διαγωνιζόμενο που κούρεψε τη δέσποινα βανδή με την «ψιλή» στα γυρίσματα του «the voice», σάλος στα τρίκαλα διαλύθηκε ο γάμος όταν αποκαλύφθηκε ότι η νύφη, σάλος στο youtube για τον πιο... ανόητο έφηβο, σάλος λαγός, σάλος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σάλος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ρώμη στα ουκρανικά - неприступність, чисельність, сила, твердість, Рим, рім, Риму, ...
  • σάλι στα ουκρανικά - шаль, шалик, хустку
  • σάλπιγγα στα ουκρανικά - горн, ріг, ріжок, яйцепровід, сурма, буцати, труба
  • σάλτσα στα ουκρανικά - соус
Τυχαίες λέξεις
Σάλος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гук, збентеження, розруха, сум'яття, хвилювання, гам, заворушення, струс, зворушення, підійматись, замішання