Σκυθρωπός στα ουκρανικά
Μετάφραση: σκυθρωπός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зловісний, насуплений, лиховісний, похмурий, гнівливий, понурий, похмура
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκυθρωπός
σκυθρωπός ορισμός, σκυθρωπός συνώνυμα, σκυθρωπός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σκυθρωπός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σκούφος στα ουκρανικά - картуз, шапка, шапочка, капюшон, запечатувати, кришка, кришку
- σκυθρωπιάζω στα ουκρανικά - супити, нахмурити, нахмурювати, хмурити, насупити, skythropiazo
- σκυλίσιος στα ουκρανικά - собачий, ікло, клик
- σκυρόδεμα στα ουκρανικά - бетонний, конкретний, бетон, бетонувати, цегла, бетону, двері
Τυχαίες λέξεις
Σκυθρωπός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зловісний, насуплений, лиховісний, похмурий, гнівливий, понурий, похмура
Μεταφράσεις: зловісний, насуплений, лиховісний, похмурий, гнівливий, понурий, похмура