Στενά στα ουκρανικά

Μετάφραση: στενά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перетинати, минути, обганяти, перепустка, тісно, міцно
Στενά στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενά

στενά του ορμούζ, στενά του μαγγελάνου, στενά του κερτς, στενά παντελόνια, στενά της μάγχης, στενά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στενά στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • στεγαστικός στα ουκρανικά - ніша, паз, вкриття, гніздо, захисток, футляр, корпус
  • στεγνός στα ουκρανικά - сушитися, сухість, сухий, сушити, сухої, сухою, сухій, ...
  • στενάζω στα ουκρανικά - стогін
  • στενός στα ουκρανικά - щільний, звузьтеся, докладний, залякування, тісно, тугий, міцний, ...
Τυχαίες λέξεις
Στενά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перетинати, минути, обганяти, перепустка, тісно, міцно