Στενάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: στενάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стогін
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενάζω
στενάζω συνώνυμα, στενάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στενάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στεγνός στα ουκρανικά - сушитися, сухість, сухий, сушити, сухої, сухою, сухій, ...
- στενά στα ουκρανικά - перетинати, минути, обганяти, перепустка, тісно, міцно
- στενός στα ουκρανικά - щільний, звузьтеся, докладний, залякування, тісно, тугий, міцний, ...
- στενόχωρος στα ουκρανικά - обмежений, стиснутий, нерозбірливий, незручний, незручне, незграбний, незручна
Τυχαίες λέξεις
Στενάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стогін
Μεταφράσεις: стогін