Στόλος στα ουκρανικά
Μετάφραση: στόλος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
швидкий, минати, бистрий, флотилія, флот
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόλος
στόλος κυκλοφορούντων οχημάτων 2012, στόλος ολυμπιακής, στόλος ο πολεμικός, στόλος οασθ, στόλος οασθ 2014, στόλος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στόλος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στυφότητα στα ουκρανικά - різкість, терпкість, брутальність, жорсткість, чіткість, терпкості
- στόκος στα ουκρανικά - удари, шпаклівка, шпаклювання, шпатльовка, шпатлевка, шпатлівка
- στόμα στα ουκρανικά - тихий, мишачий, боязкий, рот, рота
- στόμιο στα ουκρανικά - боязкий, прохід, тихий, мишачий, гирло, проходе, усті, ...
Τυχαίες λέξεις
Στόλος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: швидкий, минати, бистрий, флотилія, флот
Μεταφράσεις: швидкий, минати, бистрий, флотилія, флот