Συλλέκτης στα ουκρανικά
Μετάφραση: συλλέκτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щітки, колектор, збирач, складальник, колекціонер, коллектор, реагент, плита
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλέκτης
συλλέκτης κενού, συλλέκτης υγρασίας, συλλέκτης κοπράνων, συλλέκτης υγρασίας uhu, συλλέκτης θέρμανσης τζακιού, συλλέκτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συλλέκτης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συκώτι στα ουκρανικά - пожвавлюється, печінку, печінка
- συλλέγω στα ουκρανικά - громадити, інкасувати, набрати, збирати, складати, дражнити, знімати, ...
- συλλαβή στα ουκρανικά - склад, стиль, слог
- συλλαβίζω στα ουκρανικά - зміняти, чарівність, передихнути, передохнути, syllabize
Τυχαίες λέξεις
Συλλέκτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: щітки, колектор, збирач, складальник, колекціонер, коллектор, реагент, плита
Μεταφράσεις: щітки, колектор, збирач, складальник, колекціонер, коллектор, реагент, плита