Συνδυάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: συνδυάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
комбінувати, об'єднати, об'єднуватися, поєднувати, сполучити, поєднати, сполучати
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνδυάζω
συνδυάζω συνώνυμο, συνδυάζω χρωματα, συνδυάζω english, συνδυάζω μετάφραση, συνδυάζω ή συνδυάζω, συνδυάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνδυάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συνδρομή στα ουκρανικά - внесок, пожертва, пожертвування, підписання, підписка, Передплата, Розсилка, ...
- συνδρομητής στα ουκρανικά - абонент, передплатник
- συνδυασμός στα ουκρανικά - комбінація, спілка, об'єднання, сполучник, злука, поєднання, сполучення
- συνείδηση στα ουκρανικά - сумління, совість, свідомість, тями, свідомості
Τυχαίες λέξεις
Συνδυάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: комбінувати, об'єднати, об'єднуватися, поєднувати, сполучити, поєднати, сполучати
Μεταφράσεις: комбінувати, об'єднати, об'єднуватися, поєднувати, сполучити, поєднати, сполучати