Σωματικά στα ουκρανικά

Μετάφραση: σωματικά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тілесний, цілком, фізичний, особисто, тілесна
Σωματικά στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωματικά

σωματικά υγρά, σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα των μουσικών, σωματικά κύτταρα στο γάλα, σωματικά συμπτώματα άγχους, σωματικά συμπτώματα, σωματικά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σωματικά στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σωματείο στα ουκρανικά - організовування, цех, профспілку, організування, корпорація, Всесвітній
  • σωματειακός στα ουκρανικά - згода, союз, штуцер, з'єднання, поєднування, somateiakos
  • σωματικός στα ουκρανικά - фізичний, фізична, фізичне
  • σωματοφύλακας στα ουκρανικά - ескорт, охоронець, Особистий охоронець, телохранитель, тілоохоронець
Τυχαίες λέξεις
Σωματικά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тілесний, цілком, фізичний, особисто, тілесна