Σωματοφύλακας στα ουκρανικά
Μετάφραση: σωματοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ескорт, охоронець, Особистий охоронець, телохранитель, тілоохоронець
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας
σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σωματοφύλακας στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σωματικά στα ουκρανικά - тілесний, цілком, фізичний, особисто, тілесна
- σωματικός στα ουκρανικά - фізичний, фізична, фізичне
- σωπαίνω στα ουκρανικά - мовчання, бороти, переборювати, тиша, тримати, триматиме
- σωρευτικός στα ουκρανικά - сукупний, нагромаджений, кумулятивний, сукупного
Τυχαίες λέξεις
Σωματοφύλακας στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ескорт, охоронець, Особистий охоронець, телохранитель, тілоохоронець
Μεταφράσεις: ескорт, охоронець, Особистий охоронець, телохранитель, тілоохоронець