Τεχνητός στα ουκρανικά
Μετάφραση: τεχνητός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
штучна, штучне, штучний, штучну
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τεχνητός
τεχνητός γρανίτης, τεχνητός χλοοτάπητας τιμές, τεχνητός βικιλεξικο, τεχνητός χλοοτάπητας, τεχνητός φράχτης φυλλωμάτων, τεχνητός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τεχνητός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τεφρώδης στα ουκρανικά - блідий, попелястий, попелясте
- τεχνίτης στα ουκρανικά - майстер, купець, маляр, крамар, ремісник, торговець, художник, ...
- τεχνικά στα ουκρανικά - технічний, технічного, технічна
- τεχνική στα ουκρανικά - спосіб, засіб, методика, техніка, метод, обладнання, устаткування
Τυχαίες λέξεις
Τεχνητός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: штучна, штучне, штучний, штучну
Μεταφράσεις: штучна, штучне, штучний, штучну