Τσεκούρι στα ουκρανικά

Μετάφραση: τσεκούρι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сокира, сокиру, топор
Τσεκούρι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσεκούρι

τσεκούρι σχισίματος κορμών, τσεκούρι βορίδης, τσεκούρι fiskars, τσεκούρι για ξύλα, τσεκούρι γαβράς, τσεκούρι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τσεκούρι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τσαπατσούλης στα ουκρανικά - мокрий, заляпаний, верткий, залитий, забруднений, недбалий, недбало
  • τσεκουριά στα ουκρανικά - сікти, клеймо, брижа, шаткувати, брижі, відбивна, рубати, ...
  • τσιγάρο στα ουκρανικά - цигарка, сигарета, сигарети
  • τσιγαρίζω στα ουκρανικά - сичати, обпалювати, спопеляти, опікати, шипіння, соте, стільнику, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσεκούρι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сокира, сокиру, топор