Τόλμη στα ουκρανικά

Μετάφραση: τόλμη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дерзання, сміливість, відважний, сміливий, смелость
Τόλμη στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τόλμη

τόλμη και γοητεία επεισόδια, τόλμη και γοητεία, τόλμη και γοητεία ποιοι περασαν ποιοι έφυγαν και ποιοι συνεχίζουν ακόμη, τόλμη και γοητεία ετ3, τόλμη και γοητεία ηθοποιοί, τόλμη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τόλμη στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τωρινός στα ουκρανικά - чинний, поточний, струм, поточна, течія, згідний, ток
  • τόκος στα ουκρανικά - заборони, інтерес, цікавість, зацікавленість
  • τόλμημα στα ουκρανικά - сміливий, сміливість, дерзання, крутий, рельєфний, відважний, самовпевнений, ...
  • τόνος στα ουκρανικά - настрій, тонна, напруження, тон, настроювати, виділяти, стиль, ...
Τυχαίες λέξεις
Τόλμη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дерзання, сміливість, відважний, сміливий, смелость