Τόξο στα ουκρανικά

Μετάφραση: τόξο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
іскрити, згинати, іскра, підпорядковуватися, дуга, арка, самостріл, лук, цибулю, цибуля
Τόξο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τόξο

τόξο πιερίας, τόξο εφαπτομένης τυπος, τόξο κυνηγιού, τόξο αγορά, τόξο κύκλου, τόξο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τόξο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τόλμημα στα ουκρανικά - сміливий, сміливість, дерзання, крутий, рельєфний, відважний, самовпевнений, ...
  • τόνος στα ουκρανικά - настрій, тонна, напруження, тон, настроювати, виділяти, стиль, ...
  • τόπος στα ουκρανικά - місцеперебування, примирення, локомотив, місце, місцевість, місцем
  • τόρνος στα ουκρανικά - обшивка, планки, рейка, планка, дранка, обшивання, токарний верстат
Τυχαίες λέξεις
Τόξο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: іскрити, згинати, іскра, підпорядковуватися, дуга, арка, самостріл, лук, цибулю, цибуля