Υποχρεωτικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: υποχρεωτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зобов'язуючий, обов'язковий, примусовий, обов'язкове, обов'язкова, обов'язкову
Υποχρεωτικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποχρεωτικός

υποχρεωτικόσ ο κλειδάριθμοσ, υποχρεωτικός εμβολιασμός, υποχρεωτικός αντιθετο, υποχρεωτικός εξοπλισμός σκάφους, υποχρεωτικός στα αγγλικά, υποχρεωτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υποχρεωτικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • υποφερτός στα ουκρανικά - терпимий, допустимий, стерпний, припустимий, виноситься, що виноситься, виносяться, ...
  • υποχρέωση στα ουκρανικά - обов'язковість, обов'язок, облігація, борг, зобов'язання, зобов`язання
  • υποχρεώνω στα ουκρανικά - змушувати, силувати, присилувати, зобов'язувати, зобов'язати, зобов'язуватиме, зобов'язуватимуть
  • υποχωρητικός στα ουκρανικά - даний, поступливий, поступлива, поступливіший
Τυχαίες λέξεις
Υποχρεωτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зобов'язуючий, обов'язковий, примусовий, обов'язкове, обов'язкова, обов'язкову