Χειροκροτώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: χειροκροτώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
схвалити, удар, бавовна, аплодуйте, плескати, аплодувати, ляскання, аплодуватимуть, аплодуватиме
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειροκροτώ
χειροκροτώ ετυμολογια, χειροκροτώ κλίση, χειροκροτώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, χειροκροτώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- χειριστής στα ουκρανικά - телеграфіст, гіпнотизер, когось-то, оператор, оператора
- χειροβομβίδα στα ουκρανικά - граната, гранату, вогнегасник
- χειροκρότημα στα ουκρανικά - оплески, качкодзьоб, аплодисменти, схвалення, бавовна, хлопок, бавовну, ...
- χειρονομία στα ουκρανικά - жест, жестикулювати
Τυχαίες λέξεις
Χειροκροτώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: схвалити, удар, бавовна, аплодуйте, плескати, аплодувати, ляскання, аплодуватимуть, аплодуватиме
Μεταφράσεις: схвалити, удар, бавовна, аплодуйте, плескати, аплодувати, ляскання, аплодуватимуть, аплодуватиме