Ωχρός στα ουκρανικά

Μετάφραση: ωχρός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ясеневий, попелястий, жовтуватий, ясеновий, хворобливий, болючий, болісний, болюче, хворобливе
Ωχρός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωχρός

ωχρός σύνδεσμος, ωχρός συνώνυμο, ωχρός μυελός, ωχρός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ωχρός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ωφέλιμος στα ουκρανικά - корисний, добродчинний, цілющий, доброчинний, корисним, корисною, корисних
  • ωφελώ στα ουκρανικά - користь, допомагати, ofelo
  • όαση στα ουκρανικά - оаза, оазу, оазис
  • όγδοος στα ουκρανικά - восьмий, восьмої, восьмій, восьмою, восьмого
Τυχαίες λέξεις
Ωχρός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ясеневий, попелястий, жовтуватий, ясеновий, хворобливий, болючий, болісний, болюче, хворобливе