Αδίστακτος στα πολωνικά
Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezpardonowy, bezlitosny, bezwzględny, bezwzględna, bezwzględnym, bezwzględni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίστακτος
αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας πολωνικά, αδίστακτος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αδέσποτος στα πολωνικά - zabłąkać, błądzić, odstać, zabłądzić, błąkać, przybłęda, niczyj, ...
- αδίκημα στα πολωνικά - zaczepka, przestępstwo, ofensywa, przewinienie, występek, przekroczenie, obraza, ...
- αδαής στα πολωνικά - niekształtny, toporny, nieudolny, pokraczny, nieporęczny, niezgrabny, niezręczny, ...
- αδαμαντίνη στα πολωνικά - emaliować, emaliowanie, polewać, emalia, szkliwo, lakier, szkliwa, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: bezpardonowy, bezlitosny, bezwzględny, bezwzględna, bezwzględnym, bezwzględni
Μεταφράσεις: bezpardonowy, bezlitosny, bezwzględny, bezwzględna, bezwzględnym, bezwzględni