Αδύναμος στα πολωνικά

Μετάφραση: αδύναμος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
asteniczny, kruchy, wątły, niskoprocentowy, słabo, szmirowaty, niepełny, słaby, bezsilny, kiepski, słabowity, niesilny, słabe, słaba, słabym, słabych
Αδύναμος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδύναμος

αδύναμος βικιλεξικο, αδύναμος συνώνυμα, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύναμος οργανισμός, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος λεξικό γλώσσας πολωνικά, αδύναμος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αδυναμία στα πολωνικά - ułomność, słabostka, wątłość, słabość, osłabienie, słabością, słabości, ...
  • αδυνατίζω στα πολωνικά - niewielki, nieistotny, wyszczupleć, odchudzić, wątły, szczupły, cienki, ...
  • αδύνατον στα πολωνικά - niemożliwy, nieprawdopodobny, niemożliwe, możliwe, niemożliwa
  • αδύνατος στα πολωνικά - cherlawy, mizerny, drobny, słabowity, słaby, słabe, słaba, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδύναμος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: asteniczny, kruchy, wątły, niskoprocentowy, słabo, szmirowaty, niepełny, słaby, bezsilny, kiepski, słabowity, niesilny, słabe, słaba, słabym, słabych