Αεροπορία στα πολωνικά
Μετάφραση: αεροπορία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lotnictwo, lotnictwa, lotniczego, lotnicze, lotniczy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αεροπορία
αεροπορία στρατού, αεροπορία στρατού στεφανοβίκειο, αεροπορία εισιτήρια, αεροπορία κύπρου, αεροπορία βαθμοί, αεροπορία λεξικό γλώσσας πολωνικά, αεροπορία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αεροπειρατεία στα πολωνικά - porwanie, porwać, porywać, uprowadzenie, porwania, porywaniem, hijacking
- αεροπλάνο στα πολωνικά - samolot, płaszczyzna, powierzchnia, płaszczyzny, plane
- αεροπόρος στα πολωνικά - pilot, lotnik, aviator, lotniczka, Pilota
- αεροσκάφος στα πολωνικά - samolot, statku powietrznego, samolotów, statek powietrzny, samolotu
Τυχαίες λέξεις
Αεροπορία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: lotnictwo, lotnictwa, lotniczego, lotnicze, lotniczy
Μεταφράσεις: lotnictwo, lotnictwa, lotniczego, lotnicze, lotniczy