Ακούσιος στα πολωνικά

Μετάφραση: ακούσιος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mimowolny, bezwolny, niedobrowolny, nieumyślny, odruchowy, mimowolne, niedobrowolnego
Ακούσιος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακούσιος

ακούσιος εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, ακούσιος ορισμός, ακούσιος σημαίνει, εκούσιος ακούσιος, ακούσιος εγκλεισμός, ακούσιος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ακούσιος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ακουστική στα πολωνικά - akustyka, Acoustics, akustyki, akustykę, akustyczne
  • ακουστικός στα πολωνικά - akustyczny, akustyka, uszny, dźwiękowy, słuchowy, fonia, słuchowe, ...
  • ακούω στα πολωνικά - oczekiwać, słuchać, wsłuchiwać, usłuchać, czekać, odsłuchiwać, nasłuchać, ...
  • ακράδαντα στα πολωνικά - mocno, stanowczo, solidnie, pewnie, silnie, zdecydowanie, wysoce
Τυχαίες λέξεις
Ακούσιος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: mimowolny, bezwolny, niedobrowolny, nieumyślny, odruchowy, mimowolne, niedobrowolnego