Αλάτι στα πολωνικά

Μετάφραση: αλάτι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sól, soli, solą, salt, sole
Αλάτι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλάτι

αλάτι και πιπέρι, αλάτι ρίγανη θεσσαλονίκη, αλάτι και πιπέρι περιοδικό, αλάτι ιμαλαϊων ιδιότητες, αλάτι μεσολογγίου, αλάτι λεξικό γλώσσας πολωνικά, αλάτι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αλάθητος στα πολωνικά - niewinny, nienaganny, wzorowy, niewadliwy, bezbłędny, niezawodny, niezawodne, ...
  • αλάνθαστος στα πολωνικά - niezawodny, precyzyjny, nieomylny, niechybny, nieomylne, nieomylnym, nieomylni
  • αλέθω στα πολωνικά - rozcierać, zmielić, szlifować, zemleć, kujon, chrzęścić, rozdrabniarka, ...
  • αλέτρι στα πολωνικά - pług, oblać, orać, przeorać, zaorać, plow, pługa, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλάτι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: sól, soli, solą, salt, sole