Αμείβω στα πολωνικά

Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wynagradzać, odpłacić się, nagradzać, odwzajemniać, odwdzięczyć się
Αμείβω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας πολωνικά, αμείβω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αμβλύς στα πολωνικά - dosadny, bezceremonialny, prosty, stępiać, szorstki, tępy, przytępiony, ...
  • αμβροσία στα πολωνικά - ambrozja, Ambrosia, ambrozji, ambrozją, ambrozję
  • αμελητέος στα πολωνικά - nieznaczny, znikomy, pomijalny, nieistotny, nieistotne, znikome, nieznaczna
  • αμελώ στα πολωνικά - lekceważenie, zlekceważyć, zaniechanie, zaniedbanie, wzgardzić, zaniedbać, niedopatrzenie, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wynagradzać, odpłacić się, nagradzać, odwzajemniać, odwdzięczyć się