Αμύνομαι στα πολωνικά
Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bronić, podtrzymywać, obronić, wspierać, się bronić, bronić się
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύνομαι
αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, αμύνομαι στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αμόνι στα πολωνικά - kowadło, kowadełko, kowadła, anvil, kowadełka
- αμύγδαλο στα πολωνικά - migdałek, migdał, migdałowy, migdałów, almond, migdałowe
- αν στα πολωνικά - jeżeli, gdyby, czy, jakby, jeśli, jeśliby
- ανά στα πολωνικά - na, przez, za, od, per, według
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: bronić, podtrzymywać, obronić, wspierać, się bronić, bronić się
Μεταφράσεις: bronić, podtrzymywać, obronić, wspierać, się bronić, bronić się