Γενική στα πολωνικά

Μετάφραση: γενική, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dopełniacz, ogólny, generał, generalny, ogólnego, ogólnie
Γενική στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενική

γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική λεξικό γλώσσας πολωνικά, γενική στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • γενιά στα πολωνικά - generacja, pokolenie, rocznik, ród, rodzenie, wytwarzanie, produkcja, ...
  • γενικά στα πολωνικά - powszechnie, generalnie, ogólnie, ogólnikowo, zwykle, zazwyczaj, najczęściej
  • γενικός στα πολωνικά - generalny, loża, całkowity, makroekonomia, ogólnikowy, kombinezon, generał, ...
  • γενικότητα στα πολωνικά - uogólnienie, ogólność, powszechność, uniwersalność, ogólności, ogólnikowość
Τυχαίες λέξεις
Γενική στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dopełniacz, ogólny, generał, generalny, ogólnego, ogólnie