Γλυπτική στα πολωνικά
Μετάφραση: γλυπτική, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykuwać, rzeźbić, relief, rzeźbiarstwo, rzeźba, rzeźby, sculpture
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλυπτική
γλυπτική σώματος, γλυπτική με φελιζόλ, γλυπτική σε φελιζόλ, γλυπτική στην αρχαία ελλάδα, γλυπτική μπαρόκ, γλυπτική λεξικό γλώσσας πολωνικά, γλυπτική στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- γλυκός στα πολωνικά - delikatny, słodkie, melodyjny, słodki, legumina, chwytliwy, błogi, ...
- γλυκύτητα στα πολωνικά - słodycz, słodyczy, słodkość, słodkości, słodyczą
- γλυπτό στα πολωνικά - wykuwać, rzeźbić, relief, rzeźba, rzeźbiarstwo, rzeźby, sculpture
- γλωσσικός στα πολωνικά - językoznawczy, lingwistyczny, językowy, językowa, językowe, językowej
Τυχαίες λέξεις
Γλυπτική στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wykuwać, rzeźbić, relief, rzeźbiarstwo, rzeźba, rzeźby, sculpture
Μεταφράσεις: wykuwać, rzeźbić, relief, rzeźbiarstwo, rzeźba, rzeźby, sculpture