Διαστολή στα πολωνικά

Μετάφραση: διαστολή, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ekspansja, rozprzestrzenienie, wzrost, rozwój, rozszerzanie, rozwinięcie, rozszerzenie, pęcznienie, zwiększanie, rozbudowa, rozszerzalność, powiększenie, ekspansji
Διαστολή στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαστολή

διαστολή τραχήλου, διαστολή νερού, διαστολή κόρης ματιού, διαστολή συστολή, διαστολή συστολή νερού, διαστολή λεξικό γλώσσας πολωνικά, διαστολή στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • διασταλτός στα πολωνικά - rozciągliwy, rozszerzalny
  • διασταύρωση στα πολωνικά - zlanie, zespolenie, rozjazd, złącze, łączówka, łącznica, węzeł, ...
  • διαστρεβλώνω στα πολωνικά - przekręcać, nawój, zwichrowanie, osnowa, wypaczać, hol, marszczyć, ...
  • διασυρμός στα πολωνικά - upokorzenie, wykpić, ośmieszać, wyśmiewać, szyderstwo, wyśmiać, dworować, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαστολή στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ekspansja, rozprzestrzenienie, wzrost, rozwój, rozszerzanie, rozwinięcie, rozszerzenie, pęcznienie, zwiększanie, rozbudowa, rozszerzalność, powiększenie, ekspansji